Ο φιλόλογος Οδυσσέας Τσαγκαράκης, σ’ ένα σημερινό του άρθρο στην πρώην εφημερίδα Το Βήμα με τίτλο «Απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη«, λέει:
Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν την ώρα που οι Aργοναύτες αντιμετώπιζαν τα δυο τέρατα άρχιζε ο καυγάς για το κατά πόσο ακολουθούσαν τη σωστή ρότα και ποιος έφταιγε που βρέθηκαν εκτεθειμένοι στον κίνδυνο. Ούτε ένας Όμηρος δεν διανοήθηκε να εισάγει τέτοιο θέμα. Αντίθετα, ο ποιητής τονίζει την ομοψυχία και την κοινή δράση (Οδύσσεια, μ 213 κ.ε.). Καλώς ή κακώς έπρεπε να περάσουν από το επικίνδυνο στενό και να αποφύγουν την καταστροφή («όλεθρον υπεκφυγέειν»).
Και συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να περάσουμε ανάμεσα στη Σκύλλα του Μνημονίου και τη Χάρυβδη της χρεοκοπίας, πως θα υπάρξουν απώλειες αλλά είναι αναγκαίες, και άλλα γνωστά κλισέ που έχουν πολύ πέραση στον πνευματικό κόσμο της χώρας τελευταία. Υποστηρίζει επίσης ότι, σε ελεύθερη μεταφορά, δεν τα φάγαμε μαζί, αλλά μαζί πρέπει να τα πληρώσουμε. Και κλείνει:
Η μυθολογία διδάσκει. Δεν υπάρχουν ανυπέρβλητα εμπόδια για τους ικανούς. Οι ήρωες (Ιάσονας, Οδυσσέας) ενεργοποίησαν τις ιδιαίτερες εκείνες δυνάμεις και ικανότητες (θεοποιημένες σε μυθολογικό επίπεδο) που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Απώλειες υπήρξαν, αλλά ο τελικός στόχος επιτεύχθηκε. Μπορούμε να κωπηλατούμε όλοι μαζί στα δύσκολα, μια και όλοι, ατομικά και συλλογικά, ευθυνόμαστε λίγο πολύ για τον κίνδυνο που διατρέχει η πατρίδα μας;
Πιθανόν ο σεβαστός καθηγητής να ενεπνεύσθη από αυτήν εδώ την περσινή δήλωση του έλληνα πρωθυπουργού, για να τοποθετηθεί σε ζήτημα εκτός αντικειμένου γι’ αυτόν, αλλά και στα του αντικειμένου του δε μας λέει και πολλά και μάλλον δεν μας τα λέει και όλα. Οπότε η Χελώνα προσφέρει ένα ευχάριστο ομηρικό διάλειμμα.
Στην αρχή της ραψωδίας μ της Οδύσσειας, λοιπόν, η Κίρκη, αφού προσφέρει πλουσιοπάροχο γεύμα στην αποστολή, ξεμοναχιάζει τον Οδυσσέα για να προφητεύσει τι θα συμβεί στο δύστυχο πλήρωμά του. Αφού τον συμβουλεύσει για τις Σειρήνες, του λέει ότι μετά έχει δύο δρόμους να διαλέξει – ή να περάσει από τις Συμπληγάδες ή από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη (μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ.Κακριδή):
Μα όταν πια θα ‘χουν οι σύντροφοι σου περάσει τις Σειρήνες,
εδώ κι ομπρός στις που σου ανοίγουνται δυο στράτες ποιάν θα πάρεις
μη με ρωτήσεις᾿ την απόφαση να πάρεις πρέπει ατός σου’
εγώ θα πω το τι σου μέλλεται να βρεις στις δυο τις στράτες:
Δώθε είναι βράχοι αψηλοκρέμαστοι και της γαλανομάτας
της Αμφιτρίτης σπάζει απάνω τους με άγριον αχό το κύμα. […]
Ένα μονάχα πελαγόδρομο καράβι τους προσδιάβη,
η Αργώ, τη γη του Αιήτη ως αφήκεν, η πολυφουμισμένη᾿
στους τρανούς βράχους πάνω θα ‘πεφτε κι εκείνο, μα το αφήκε
η Ήρα από αγάπη στον Ιάσονα γερό να προσπεράσει.
Κείθε θα ιδείς δυο θαλασσόβραχους᾿ [της Σκύλλας και της Χάρυβδης] […]Ο άλλος ωστόσο θαλασσόβραχος τόσο αψηλός δεν είναι
κι ουδέ μακριά απ᾿ τον πρώτο᾿ αν έριχνες, τον έφτανε η σαγίτα.
Μια αγριοσυκιά κει πέρα βρίσκεται μεγάλη, φυλλωμένη,
κι η Χάρυβδη η θεϊκιά στη ρίζα της αναρουφάει το κύμα.
Τρεις το ξερνάει κάθε μερόνυχτο φορές και τρεις βρουχιώντας
το αναρουφάει᾿ να μη σου τύχαινε να ‘σαι, ως ρουφάει, κοντά της,
τι απ᾿ το χαμό δε θα σε γλίτωνε μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!
Γι᾿ αυτό στης Σκύλλας κοντοζύγωσε το βράχο το καράβι
και πέρνα γρήγορα᾿ καλύτερα πολύ από τ᾿ άρμενό σου
να λείψουν έξι μόνο σύντροφοι παρά να λείψουν όλοι.᾿
Αργότερα, εν γνώσει του τι πρόκειται να συμβεί, ο πολυμήχανος Οδυσσέας παραπλανεί, ως γνήσιος ηγέτης, το πλήρωμά του:
Και τότε εγώ, το γύρο παίρνοντας του πλοίου, τους συντρόφους μου
με λόγια μαλακά τους γκάρδιωνα, μιλώντας σ᾿ έναν έναν:
«Φίλοι μου, ακάτεχοι από βάσανα δεν είμαστε καθόλου’
ετούτο λέω κακό χειρότερο δε θα ‘ναι απ᾿ ό,τι τότε
που μέσα στη σπηλιά του Κύκλωπα βρεθήκαμε κλεισμένοι᾿
με την αξιά μου ωστόσο, βάζοντας μπροστά και νου και τέχνες,
γλιτώσαμε. Θα τα θυμούμαστε μια μέρα λέω και τούτα!
Μα ελατέ τώρα, ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσουμε όλοι. θέλω:
Οι ναύτες, στα ζυγά καθούμενοι, με τα κουπιά χτυπάτε
τα βαθιά κύματα της θάλασσας, αν δώσει ο Δίας την άγρια
τούτη φοβέρα να ξεφύγουμε και λυτρωμό να βρούμε.
Και συ τον ορισμό μου αγρίκησε και βαλ᾿ τον, τιμονιέρη,
στο νου σου, μια και του πλεούμενου το διάκι κουμαντάρεις’
μακριά απ᾿ το κύμα εκείνο κράτα μας κι απ᾿ τον καπνό που βλέπεις’
κατά μεριά του θαλασσόβραχου κυβέρνα, μήπως τύχει
και κατ᾿ αλλού γυρίσει τ᾿ άρμενο και στο χαμό μας ρίξεις.»
Είπα, κι ευτύς εκείνοι σύγκλιναν εγώ όμως για τη Σκύλλα,
το αμάχητο κακό, δεν έβγαλα μια λέξη από το στόμα’
τι ήτανε φόβος, οι σύντροφοί μου ν᾿ αφήσουν τα κουπιά τους
και να κρυφτούν απ᾿ την τρομάρα τους στου καραβιού τ᾿ αμπάρι.
Και τότε, πώς θα έφτανε πίσω στην Ιθάκη ο πολυμήχανος; Όπως ήταν προδιαγεγραμμένο, η Σκύλλα κάνει τη δουλειά της:
Μα ως το αρμυρό νερό της θάλασσας αναρουφούσε πάλι,
στροβίλα ανοίγουνταν που εχόχλαζε, τρανή, κι ο βράχος άγρια
βογγούσε ολόγυρα, και πρόβελνε κάτω βαθιά του πάτου
ο μαύρος άμμος — κι οι σύντροφοι, μου θωρούσαν κερωμένοι.
Μα ως κείνη βλέπαμε και τρέμαμε πως θα χαθούμε, ξάφνου
πρόφτασε η Σκύλλα κι από τ᾿ άρμενο το βαθουλό συντρόφους
έξι μου αρπάζει, τους αξιότερους σε αντρεία και χέρια απ᾿ όλους.
Και καθώς έστρεψα στους συντρόφους και στο άρμενο τα μάτια,
είδα τα πόδια και τα χέρια τους να σειούνται πάνωθέ μου,
ψηλά ως τους έσερνε᾿ και φώναζαν αυτοί κι ανακαλιούνταν
στερνή φορά με το παράπονο στα χείλη τ᾿ όνομά μου.
Πως ο ψαράς απά σε ακρόβραχο με το μακρύ καλάμι
δόλωμα ρίχνει στα μικρόψαρα, στη θάλασσα πετώντας
το αγκίστρι, περαστό σε κέρατο βοδιού καλοθρεμμένου,
κι όταν κανένα πιάσει, το πετάει σπαρταριστό στον άμμο
παρόμοια τότε τους ανάσερνε σπαρταριστούς στα βράχια
και στη μπασιά μπροστά τους έτρωγε, κι εκείνοι να γλιτώσουν
του κάκου πάλευαν, και γόζουνταν τα χέρια απλώνοντας μου.
Πιο φοβερό κακό τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ μου
στα τόσα που ‘συρα, τα διάβατα της θάλασσας ζητώντας.
Πολύς πόνος. Οπότε, αφού η μυθολογία διδάσκει, όπως λέει κι ο κ. καθηγητής, ας συνοψίσουμε: Ο δικός μας συλλογικός Οδυσσέας αποφάσισε να μην περάσει από τις Συμπληγάδες, αλλά από το φοβερότερο κακό που έχουν δει τα έμπειρα μάτια του. Θα χυνόταν αίμα, το ήξερε. Αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ.
Και ποια θα ήταν η κατάληξη αν είχε διαλέξει τις Συμπληγάδες; Ας καταφύγουμε πάλι στη μυθολογία για να το διαπιστώσουμε:
Οι Συμπληγάδες Πέτρες στην ελληνική μυθολογία φέρονταν ως δύο πολύ μεγάλοι βράχοι προ θαλάσσιου στενού (διαύλου), που ενώνονταν και αποχωρίζονταν συνεχώς, έτσι ώστε να ήταν αδύνατο το ασφαλές πέρασμα ενός πλοίου. Το πρώτο πλοίο που κατάφερε τελικά τον ασφαλή διάπλου ήταν το πλοίο «Αργώ» με τους Αργοναύτες, με τη βοήθεια της θεάς Ήρας, πιθανότατα αφού έχασε την πρύμνη του (κατ’ άλλους την πλώρη του). Συγκεκριμένα, ο Φινέας συμβούλευσε να αφήσουν πρώτα ένα περιστέρι να περάσει ανάμεσα, όπως και έγινε. Οι βράχοι έκλεισαν πίσω από το περιστέρι, που έχασε μόνο κάποια φτερά της ουράς του, και όταν ξανάνοιξαν, η «Αργώ» πέρασε με τους Αργοναύτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη. Από τότε, οι δύο βράχοι ακινητοποιήθηκαν.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία, από την ίδια πηγή, ο μύθος των Συμπληγάδων σηματοδοτεί την πρόοδο της ναυτικής τέχνης:
Ο παραπάνω μύθος των Συμπληγάδων, ούτε λίγο ούτε πολύ, φανερώνει πράγματι την αγωνία των πρώτων θαλασσοπόρων που άρχισαν να εκτελούν μεγάλους πλόες σε άγνωστες θάλασσες. Η όλη περιγραφή του μύθου παρουσιάζει σε όλο της το μεγαλείο αυτό το φαινόμενο που και σήμερα ακόμη αντιμετωπίζει οποιοδήποτε μικρό σκάφος που επιχειρεί διάπλου στενού διαύλου με κυματισμό. Ως γνωστό ένα μικρό σκάφος υπόκειται περισσότερο σε καταπονήσεις, έτσι κατά τον προνευστασμό (σκαμπανέβασμα) κάθε φορά που ανυψώνεται η πλώρη παύει και να υφίσταται (κατά πλώρα) οπτικό πεδίο θάλασσας. Στην επόμενη φάση λόγω του υφιστάμενου από πρύμνη κυματισμού η πλώρη στρέφει είτε δεξιά, είτε αριστερά με πλήρες οπτικό πεδίο της έναντι κάθε φορά παρακείμενης ακτής.
Αυτό έχει ως συνέπεια να εναλλάσσεται το οπτικό πεδίο της πλώρης με ξηρά – δίαυλο – ξηρά. Αυτό το μέχρι τότε «άγνωστο» φαινόμενο σε πρώτη εικόνα αντίληψης παρουσιάζεται ως να μετακινούνται οι βραχώδεις ακτές της εισόδου του διαύλου, πότε να κλείνουν και πότε ν΄ ανοίγουν αυτόν, και με ταχύτητα επανάληψης μετά από κάθε δεύτερο σκαμπανέβασμα. Οι Αργοναύτες προκειμένου τελικά ν΄ αντιληφθούν αν αυτό είναι πραγματικό και όχι οφθαλμαπάτη, (μη δυνάμενοι ν΄ αντιληφθούν ότι το σκάφος τους ήταν αυτό που έστρεφε κάθε φορά) άφησαν να πετάξει ένα περιστέρι το οποίο ναι μεν πέρασε τον στενό δίαυλο (που ασφαλώς υπήρχε) πλην όμως έχασε κάποια φτερά του. Το γεγονός αυτό αποκάλυψε ταυτόχρονα και την υφιστάμενη μεγάλη ένταση του ανέμου που παρατηρείται και σήμερα στους στενούς διαύλους και που οι ναυτικοί λένε ότι ο «άνεμος στα μπουγάζια σουρώνει» και θέλει προσοχή από παρατιμονιές. Έτσι οι Αργοναύτες επεχείρησαν και πέρασαν κωπηλατώντας «πάση δυνάμει». Και αφενός μεν εκείνοι απέκτησαν τη γνώση του ασφαλούς διάπλου, που απαιτεί σχετική ταχύτητα, οι δε συμπληγάδες έχασαν την μέχρι τότε δοξασία που τις περιέβαλε και ακινητοποιήθηκαν. Συνεπώς αυτός ο μύθος της ελληνικής μυθολογίας αποκαλύπτεται ως μια πρώιμη ναυτιλιακή παρατήρηση – οδηγία.
Η Χελώνα θ’ άκουγε μ’ ενδιαφέρον την άποψη του κυρίου καθηγητή για το αν υπήρχε και κάποια επιλογή Συμπληγάδων για τη χώρα ή αν έπρεπε σίγουρα να οδηγηθούμε στο ζεστό αίμα που απαιτεί το Μνημόνιο-Σκύλλα. Επειδή όμως οι ναυτικές μεταφορές έχουν μεγάλη πέραση αυτόν τον καιρό, για τον Τιτανικό του ελληνικού κράτους και της αστικής πολιτικής τάξης και των υποστηρικτών της, θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.
το άρθρο του Οδυσσέα Τσαγκαράκη δημοσιεύεται εκ νέου σήμερα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Μπράβο απήχηση ο κ. καθηγητής.